κερκοφόρος

κερκοφόρος
-ο, θηλ. και -α (Α κερκοφόρος, -ον)
αυτός που έχει ουρά ή κερκοειδή απόφυση
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κερκοφόρα
περιληπτική ονομασία τών ζώων που έχουν ουρά, σε αντιδιαστολή προς τα άκερκα
2. || το αρσ. ως ουσ. ανατ. ο κερκοφόρος
ανατομικός σχηματισμός τού οποίου ένα στοιχείο μοιάζει με ουρά
αρχ.
(μόνο για ψάρι) αυτός που έχει ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. κέρκος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κερκοφόρα — κερκοφόρος having a tail neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • σπιγγέλειος — α, ο, Ν ανατ. 1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ 2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός β) «σπιγγέλεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”