- κερκοφόρος
- -ο, θηλ. και -α (Α κερκοφόρος, -ον)αυτός που έχει ουρά ή κερκοειδή απόφυσηνεοελλ.ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κερκοφόραπεριληπτική ονομασία τών ζώων που έχουν ουρά, σε αντιδιαστολή προς τα άκερκα2. || το αρσ. ως ουσ. ανατ. ο κερκοφόροςανατομικός σχηματισμός τού οποίου ένα στοιχείο μοιάζει με ουράαρχ.(μόνο για ψάρι) αυτός που έχει ουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. κέρκος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.